μελαγχολικά

μελαγχολικά
μελαγχολικός
of atrabilious
neut nom/voc/acc pl
μελαγχολικά̱ , μελαγχολικός
of atrabilious
fem nom/voc/acc dual
μελαγχολικά̱ , μελαγχολικός
of atrabilious
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελαγχολικάς — μελαγχολικά̱ς , μελαγχολικός of atrabilious fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • αναμινυρίζω — ἀναμινυρίζω (ΑΜ) τραγουδώ άτονα και μελαγχολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα* + μινυρίζω «τραγουδώ ήρεμα με χαμηλή φωνή»] …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκόγεν, Γιαν — (Jan Van Goyen, Λέιντεν 1596 – Χάγη 1656). Ολλανδός ζωγράφος. Το 1615 πήγε στο Παρίσι, όπου οι πίνακές του Παραλίες και Ερείπια προκάλεσαν αίσθηση, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν εκεί μεγάλοι τοπιογράφοι. Όταν γύρισε στην Ολλανδία,… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… …   Dictionary of Greek

  • Γκράνβιλ Μπάρκερ, Χάρλεϊ — (Harley Granville Barker, Λονδίνο 1877 – Παρίσι 1946).Άγγλος σκηνοθέτης, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας. Σε ηλικία δεκατριών ετών εμφανίστηκε με έναν θίασο, στον οποίο συμμετείχε και η μητέρα του, αλλά μόνο το 1899 πραγματοποίησε το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • Ερζερούμ — (Erzurum). Πόλη (366.962 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Τουρκίας και διοικητικό κέντρο της ομώνυμης επαρχίας. Bρίσκεται σε υψόμετρο 1.950 μ., 8 χλμ. Ν από το σημείο όπου πηγάζει η δυτική διακλάδωση του Eυφράτη, σε ένα οροπέδιο που… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινγκ, Γουίλιαμ — (William Inge, Ιντιπέντενς, Κάνσας 1913 – Χόλιγουντ 1973). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1947 με το έργο Πιο μακριά από τον ουρανό, κωμωδία γραμμένη με εκφραστική ελευθερία, την οποία ακολούθησε το Έλα πίσω, μικρή Σέμπα… …   Dictionary of Greek

  • Νουαρέ, Φιλίπ — (Philippe Noiret, Λιλ 1930 –). Γάλλος ηθοποιός. Με μάλλον σκληρά χαρακτηριστικά προσώπου αλλά μελαγχολικά μάτια έγινε διάσημος ερμηνευτής στην πατρίδα του ξεκινώντας με μια ολόκληρη δεκαετία στο Theatre Nationale Populaire στο Παρίσι κάνοντας το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”